Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστήμων“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστήμων

επιστήμων s. επιστήμονας

Βλέπε και: επιστήμονας

επιστήμονας [ɛpisˈtimɔnas] SUBST mf

Παραδειγματικές φράσεις με επιστήμων

Wissenschaftler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский