Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστέγασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστέγασμα [ɛpiˈstɛɣazma] SUBST ουδ

1. επιστέγασμα (στέγη):

επιστέγασμα
Überdachung θηλ

2. επιστέγασμα μτφ:

επιστέγασμα
Krönung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский