Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επινοητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επινοητής (επινοήτρια) [ɛpinɔiˈtis, ɛpinɔˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επινοητής (επινοήτρια)
Erfinder(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский