επικαλ|ούμαι <-έστηκα> [ɛpikaˈlumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
1. επικαλούμαι (καλώ: το θεό, κάποιο πνεύμα κτλ):
επικρεμάμεν|ος <-η, -ο> [ɛpikrɛˈmamɛnɔs] ΕΠΊΘ
επικρατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpikraˈtɔ] VERB αμετάβ
1. επικρατώ (είμαι επικρατέστερος):
3. επικρατώ (επιβάλλομαι):
επικρατ|ών <-ούσα, -ούν> [ɛpikraˈtɔn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.