Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επανεισάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επανεισ|άγω <-ήγαγα, -άχτηκα, -αγμένος> [ɛpaniˈsaɣɔ] VERB μεταβ

1. επανεισάγω (νόμισμα, νέες μεθόδους):

επανεισάγω

2. επανεισάγω ΟΙΚΟΝ:

επανεισάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский