Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επαναγοραστής , επαναστάτρια , επαναγοράζω και επαναγορά

επαναγοραστής (επαναγοράστρια) [ɛpanaɣɔrasˈtis, ɛpanaɣɔˈrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επαναγοραστής (επαναγοράστρια)
Wiederkäufer(in) αρσ (θηλ)

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST αρσ, επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST θηλ

επαναγορά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpanaɣɔˈrazɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский