Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαλήθευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαλήθευσ|η <-εις> [ɛpaˈliθɛfsi] SUBST θηλ

1. επαλήθευση (εξακρίβωση ορθότητας):

επαλήθευση
Verifizierung θηλ
επαλήθευση
Verifikation θηλ

2. επαλήθευση (ονείρου):

επαλήθευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский