Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίπληξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίπληξ|η <-εις> [ɛˈpipliksi] SUBST θηλ

επίπληξη
κάνω επίπληξη σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με επίπληξη

κάνω επίπληξη σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский