Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εορτάσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εορτάσιμ|ος <-η, -ο> [ɛɔrˈtasimɔs] ΕΠΊΘ

εορτάσιμος

II . εορτάσιμ|ος <-η, -ο> [ɛɔrˈtasimɔs] SUBST θηλ

εορτάσιμος
Feiertag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский