Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξτρεμιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξτρεμιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkstrɛmistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξτρεμιστικός ΠΟΛΙΤ:

εξτρεμιστικός

2. εξτρεμιστικός (παρατραβηγμένος):

εξτρεμιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский