Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξογκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξογκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksɔŋˈgɔnɔmɛ] VERB μεταβ

1. εξογκώνω (αυξάνω τον όγκο):

εξογκώνω

2. εξογκώνω μτφ (μεγαλοποιώ):

εξογκώνω

II . εξογκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (πρήζομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский