Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαφανίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαφανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksafaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. εξαφανίζω (κρύβω):

εξαφανίζω

2. εξαφανίζω (αφανίζω, καταστρέφω):

εξαφανίζω

II . εξαφανίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский