Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksaɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ (μεταβάλλω σε αέριο)

εξαερώνω

II . εξαερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский