Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάδελφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάδελφος (εξαδέλφη) [ɛˈksaðɛlfɔs, ɛksaˈðɛlfi] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξάδελφος (εξαδέλφη)
Cousin αρσ
εξάδελφος (εξαδέλφη)
Vetter αρσ
εξάδελφος (εξαδέλφη)
Cousine θηλ
εξάδελφος (εξαδέλφη)
Kusine θηλ
πρώτος/δεύτερος εξάδελφος

Παραδειγματικές φράσεις με εξάδελφος

πρώτος/δεύτερος εξάδελφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский