Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενοικιαζόμενη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενοικιαζόμενη κατοικία (σπίτι)
Miethaus ουδ
ενοικιαζόμενη κατοικία (διαμέρισμα)
Mietwohnung θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ενοικιαζόμενη“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Leihgerät ουδ
ενοικιαζόμενη συσκευή θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский