Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενεχυροδανειστήριο , ενεχυροδανειστής και ενεχυροδότης

ενεχυροδανειστήριο [ɛnɛçirɔðanisˈtiriɔ] SUBST ουδ

ενεχυροδανειστής (ενεχυροδανείστρια) [ɛnɛçirɔðanisˈtis, ɛnɛçirɔðaˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ενεχυροδανειστής (ενεχυροδανείστρια)
Pfandleiher(in) αρσ (θηλ)

ενεχυροδότης [ɛnɛçirɔˈðɔtis] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский