Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδυναμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδυναμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnðinaˈmɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενδυναμώνω (ενισχύω):

ενδυναμώνω

2. ενδυναμώνω (ενθαρρύνω):

ενδυναμώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский