Ελληνικά » Γερμανικά

ελεγειακ|ός <-ή, -ό> [ɛlɛjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

ελεγειακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский