Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκσπερματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκσπερματί|ζω [ɛkspɛrmaˈtizɔ], εκσπερματώ|νω [ɛkspɛrmaˈtɔnɔ] <-σα> VERB αμετάβ

εκσπερματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский