Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δύ|ω <-σα> [ˈðiɔ] VERB αμετάβ

1. δύω:

δύω

2. δύω μτφ:

δύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский