Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δόγμα [ˈðɔɣma] SUBST ουδ

1. δόγμα (σύνολο των διδαγμάτων):

δόγμα
Lehre θηλ

2. δόγμα ΘΡΗΣΚ:

δόγμα
Dogma ουδ

3. δόγμα (αρχή):

δόγμα
Grundsatz αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δόγμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский