Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δροσιστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δροσιστικό [ðrɔsistiˈkɔ] SUBST ουδ (ποτό)

δροσιστικό

Παραδειγματικές φράσεις με δροσιστικό

δροσιστικό ποτό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский