Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δριμύτητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δριμύτητα [ðriˈmitita] SUBST θηλ

1. δριμύτητα (μυρουδιάς, γεύσης, χειμώνα):

δριμύτητα
Strenge θηλ

2. δριμύτητα (παρατήρησης, κριτικής):

δριμύτητα
Schärfe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский