Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δολώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δολώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðɔˈlɔnɔ] VERB μεταβ και μτφ

δολώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский