Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δισεγγόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δισέγγονο [ðiˈsɛŋgɔnɔ], δισεγγόνι [ðisɛŋˈgɔni] SUBST ουδ

1. δισέγγονο (αγόρι):

Urenkel αρσ

2. δισέγγονο (κορίτσι):

Urenkelin θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский