Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διπρόσωπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διπρόσωπ|ος <-η, -ο> [ðiˈprɔsɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. διπρόσωπος (με δύο βασικά χαρακτηριστικά):

διπρόσωπος

2. διπρόσωπος μειωτ:

διπρόσωπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский