Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διογκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διογκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiɔŋˈgɔnɔ] VERB μεταβ

διογκώνω

II . διογκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский