Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικτυωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικτυωμέν|ος <-η, -ο> [ðiktiɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. δικτυωμένος Η/Υ:

δικτυωμένος

2. δικτυωμένος μτφ:

είμαι δικτυωμένος

Παραδειγματικές φράσεις με δικτυωμένος

είμαι δικτυωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский