Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικογραφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικογραφία [ðikɔɣraˈfia] SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με δικογραφία

δικογραφία θηλ της πρωτοβάθμιας δίκης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский