Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιολογητικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιολογητικά [ðicɛɔlɔjitiˈka] SUBST ουδ πλ

1. δικαιολογητικά (έγγραφα):

δικαιολογητικά
Unterlagen θηλ πλ

2. δικαιολογητικά (ειδικότερα: πιστοποιητικά):

δικαιολογητικά
Bescheinigungen θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский