Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικέφαλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικέφαλ|ος <-η, -ο> [ðiˈcɛfalɔs] ΕΠΊΘ

δικέφαλος
δικέφαλος αετός
δικέφαλος μυς ΑΝΑΤ
Bizeps αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δικέφαλος

δικέφαλος αετός
δικέφαλος μυς ΑΝΑΤ
Bizeps αρσ
δικέφαλος βραχιόνιος μυς
Bizeps αρσ
δικέφαλος μηριαίος μυς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский