Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διηγηματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διηγηματικ|ός <-ή, -ό> [ðiijimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διηγηματικός (σχετικός με διήγημα):

διηγηματικός

2. διηγηματικός (ικανός να διηγείται):

διηγηματικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский