Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαζευκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαζευκτικ|ός <-ή, -ό> [ðiazɛfktiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

διαζευκτικός
διαζευκτικός σύνδεσμος

Παραδειγματικές φράσεις με διαζευκτικός

διαζευκτικός σύνδεσμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский