Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάτρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάτρησ|η <-εις> [ðiˈatrisi] SUBST θηλ

διάτρηση
Durchbohrung θηλ
διάτρηση (του) εντέρου
διάτρηση (του) εντέρου
Darmbruch αρσ
διάτρηση στομάχου

Παραδειγματικές φράσεις με διάτρηση

διάτρηση στομάχου
διάτρηση (του) εντέρου
Darmbruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский