Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεσποτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεσποτικ|ός <-ή, -ό> [ðɛspɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δεσποτικός (καθεστώς):

δεσποτικός

2. δεσποτικός (συμπεριφορά):

δεσποτικός

3. δεσποτικός (του Χριστού):

δεσποτικός
Christ-

4. δεσποτικός (επισκοπικός):

δεσποτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский