Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέσποινα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέσποινα [ˈðɛspina] SUBST θηλ

1. δέσποινα (αφέντρα):

δέσποινα
Herrin θηλ
η δέσποινα του σπιτιού
die Frau θηλ des Hauses

2. δέσποινα (κυρία):

δέσποινα
Dame θηλ

3. δέσποινα (ηλικιωμένη αξιοσέβαστη κυρία):

δέσποινα

Παραδειγματικές φράσεις με δέσποινα

η δέσποινα του σπιτιού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский