Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γόπα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γόπα [ˈɣɔpa] SUBST θηλ

1. γόπα (αποτσίγαρο):

γόπα
γόπα
Kippe θηλ

2. γόπα (ψάρι):

γόπα
Gründling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский