Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυναικολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυναικολόγος [jinɛkɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

γυναικολόγος
Frauenarzt αρσ (Frauenärztin) θηλ
γυναικολόγος
Gynäkologe αρσ (Gynäkologin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский