γραμματοσυλλέκτης2 (γραμματοσυλλέκτρια) [ɣramatɔsiˈlɛktis, ɣramatɔsiˈlɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (συλλέκτης γραμματοσήμων)
-
γραμματοσυλλέκτης (γραμματοσυλλέκτρια)
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.