Ελληνικά » Γερμανικά

γραμματοσυλλέκτης1 (γραμματοσυλλέκτρια) [ɣramatɔsiˈlɛktis, ɣramatɔsiˈlɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (ταχυδρόμος)

γραμματοσυλλέκτης (γραμματοσυλλέκτρια)
Postbote αρσ (Postbotin) θηλ

γραμματοσυλλέκτης2 (γραμματοσυλλέκτρια) [ɣramatɔsiˈlɛktis, ɣramatɔsiˈlɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (συλλέκτης γραμματοσήμων)

γραμματοσυλλέκτης (γραμματοσυλλέκτρια)
Briefmarkensammler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский