Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: γνωστικιστής , γνωστικιστικός , αγνωστικιστής και γνωστικισμός

γνωστικιστής (γνωστικίστρια) [ɣnɔsticisˈtis, ɣnɔstiˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

γνωστικιστής (γνωστικίστρια)
Gnostiker(in) αρσ (θηλ)

γνωστικιστικ|ός <-ή, -ό> [ɣnɔsticistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γνωστικισμός [ɣnɔsticizˈmɔs] SUBST αρσ

αγνωστικιστής [aɣnɔsticisˈtis] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский