Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλωσσικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλωσσικ|ός <-ή, -ό> [ɣlɔsiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γλωσσικός ΑΝΑΤ:

γλωσσικός
Zungen-
γλωσσικός χαλινός
Zungenmuskel αρσ πλ
Zungennerv αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με γλωσσικός

γλωσσικός χαλινός
γλωσσικός άτλας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский