Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλυκαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γλυκ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [ɣliˈcɛnɔ] VERB μεταβ

1. γλυκαίνω (κάνω γλυκώ):

γλυκαίνω

2. γλυκαίνω (καταπραΰνω):

γλυκαίνω

II . γλυκ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [ɣliˈcɛnɔ] VERB αμετάβ

1. γλυκαίνω (γίνομαι γλυκός):

γλυκαίνω

2. γλυκαίνω μτφ (καιρός):

γλυκαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский