Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλασάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλασάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [ɣlaˈsarɔ] VERB μεταβ (κέικ)

γλασάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский