Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γιαγιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γιαγιά [jaˈja] SUBST θηλ

1. γιαγιά:

γιαγιά
Großmutter θηλ

2. γιαγιά (ειδικά στη γλώσσα των παιδιών):

γιαγιά
Oma θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский