Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεώτρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεώτρησ|η <-εις> [jɛˈɔtrisi] SUBST θηλ

γεώτρηση
Erdbohrung θηλ
Bohranlage θηλ ενικ
Bohrturm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский