Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γευστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γευστικ|ός <-ή, -ό> [jɛfstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γευστικός (σχετικός με τη γεύση):

γευστικός
Geschmacks-

2. γευστικός (νόστιμος):

γευστικός

Παραδειγματικές φράσεις με γευστικός

γευστικός υποδοχέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский