Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεροντοκοριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεροντοκοριά|ζω <-σα> [jɛrɔndɔkɔˈri̯azɔ] VERB αμετάβ

1. γεροντοκοριάζω (μένω ανύπαντρη):

γεροντοκοριάζω

2. γεροντοκοριάζω (γίνομαι ιδιότροπη γεροντοκόρη):

γεροντοκοριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский