Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεροκομείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεροκομείο

γεροκομείο s. γηροκομείο

Βλέπε και: γηροκομείο

γηροκομείο [jirɔkɔˈmiɔ], γεροκομείο [jɛrɔkɔˈmiɔ] SUBST ουδ

γηροκομείο [jirɔkɔˈmiɔ], γεροκομείο [jɛrɔkɔˈmiɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский