Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαμπρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαμπρός [ɣamˈbrɔs] SUBST αρσ

1. γαμπρός (νυμφίος):

γαμπρός
Bräutigam αρσ

2. γαμπρός (σύζυγος της κόρης):

γαμπρός
Schwiegersohn αρσ

3. γαμπρός (σύζυγος της αδερφής):

γαμπρός
Schwager αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский