Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γέλασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γέλασμα [ˈjɛlazma] SUBST ουδ

1. γέλασμα (γέλιο):

γέλασμα
Lachen ουδ

2. γέλασμα (ξεγέλασμα):

γέλασμα
Betrug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский